- μύω
- μύω (Α)1. (μτβ.) κλείνω («ὕπνος ἔμυσε κόρας», Ανθ. Παλ.)2. (αμτβ.)(για ανθρώπους και ζώα) κλείνω τα μάτια ή τα χείλια («μύω τε καὶ δέδορκα», Σοφ.)3. (για τα μάτια, το στόμα ή άλλο συστελλόμενο άνοιγμα) είμαι κλειστός, κλείνω, κλείνομαι4. (για φυτά) ξηραίνομαι, μαραίνομαι («ἀστάχυσι μεμυμόσι ἐξ αὐχμοῡ», Φιλ.)5. μτφ. α) εξασθενώ, φθίνω («τῷ λιμῷ μεμυκότες», Ιώσ.)β) προσπαθώ να περιορίσω τη σκέψη μου, να μη σκέπτομαι τίποτε («μύσαντες τῷ λογισμῷ», Πλούτ.)γ) (για πόνο, θύελλα κ.λπ.) ησυχάζω, καταπραΰνομαι6. κλείνω τα μάτια μου από πόνο ή φόβο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η μαρτυρία τού απρμφ. αορ. μῦσαι, με μακρό -ῡ-, και μύσαι, με βραχύ -ῠ-, γεννά προβλήματα ως προς την ετυμολόγηση τού μύω. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, ο τ. μύω ανάγεται σε *muye / o-, οπότε το -ῡ- είναι μακρό. Στην περίπτωση αυτή ο τ. μύ-σ-της ερμηνεύεται ως παρεκτεταμένος με -σ- σχηματισμός από το θ. -μυ- τού μύω (πρβλ. θύω — θύ-σ-της) και το ρ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *mū- «μίμησης τού ήχου που παράγεται με τα χείλη σφιγμένα» (πρβλ. μυκός, μύζω [ΙΙ], μύλλον). Έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί και η σημασιολογική εξέλιξη τής λ., τού, ενώ στην αρχή χρησιμοποιήθηκε με σημ. «κλείνω τα μάτια», γρήγορα η σημ. τού «κλείνω» επεκτάθηκε και στα χείλια (για τη σημ. βλ. και λ. μύστης). Αν θεωρηθεί ότι το -ῠ- τού ρ. είναι βραχύ, τότε ο τ. πρέπει να ανάγεται σε ρίζα *mus-ye/o-, σ' αυτήν όμως την περίπτωση δεν ερμηνεύεται ο τ. τού παρακμ. μέμῡκα, παρά μόνο ως αναλογικός σχηματισμός. Στη Μυκηναϊκή, τέλος, μαρτυρείται ο τ. mujomeno «μυημένος, μύστης», που θα προϋπέθετε ένα ρ. *μυίομαι με τη σημ. τού μυοῦμαι].
Dictionary of Greek. 2013.